- αλευροποιός
- ο мукомол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αλευροποιώ μσν. νεοελλ. ἀλευροποιία νεοελλ. αλευροποιείο] … Dictionary of Greek
αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα … Dictionary of Greek
αλευροποιείο — το [αλευροποιός] εργοστάσιο παρασκευής αλεύρων … Dictionary of Greek
αλευροποιώ — (Α ἀλευροποιῶ έω) παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλευροποιός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση] … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek